Friday 24 June 2011

William Hogarth and the South Sea Company



Η παραπάνω γκραβούρα του άγγλου ζωγράφου William Hogarth , που ανήκει στο στυλ της παράδοσης της πολιτικής καρικατούρας, είναι εμπνευσμένη από τη μανία για οικονομική και πολιτική κερδοσκοπία που ξεκίνησε στην Αγγλία γύρω στο 1711 και κατέληξε εννέα χρόνια αργότερα σε γενικό οικονομικό χάος και χρεωκοπία.

Η ιστορία της κρίσης έχει ως εξής. Μια εταιρεία, η South Sea Company ήταν μια Βρεττανική μετοχική εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1711. Της δόθηκε το μονοπώλιο του εμπορίου με τις Ισπανικές αποικίες της Λατινικής Αμερικής, σαν μέρος μιας συνθήκης που έγινε κατά την διάρκεια του ''Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής'', με αντάλλαγμα την ανάληψη από τη μεριά της εταιρείας, να αποπληρώσει το εθνικό χρέος της Αγγλίας που δημιουργήθηκε στον πόλεμο. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές των τότε άγνωστων και εξωτικών περιοχών εθεωρούντο ανεξάντλητες. Η κερδοσκοπία πάνω στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, οδήγησε σε μια τεράστια οικονομική φούσκα το 1720, με τις μετοχές της εταιρείας να ανεβαίνουν πολύ γρήγορα από τις 100 στις 1000 λίρες κάθε μια. Πολλοί αφελείς επενδυτές χρεωκόπησαν όταν έσκασε η φούσκα και η αξία του κεφαλαίου της South Sea Company κατέρρευσε. Ακολούθησε πολιτικό σκάνδαλο, όταν έγιναν γνωστές οι απάτες μεταξύ των διευθυντών της εταιρείας και η παράλληλα συμπλέουσα διαφθορά στους υπουργούς.

Η ωμή αλληγορική δουλειά του Hogarth, απεικονίζει τον λαό να αναλώνεται σε κερδοσκοπίες κάθε είδους, σε τέτοιο βαθμό που να λησμονεί τις ''ανησυχίες'' της μεσαίας τάξης για το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη θρησκεία,, την τιμή και την αξιοπρέπεια. Στο κέντρο μιας καρναβαλικής σκηνής, που είναι γεμάτη με βία και χάος, στέκεται ένας μύλος, ένα ''γύρω-γύρω όλοι'' μιας παιδικής χαράς, που το τρέχει η South Sea Company. Καβάλα σ΄αυτό βρίσκεται μια παράξενη ποικιλία από φιγούρες.
Ένας τρομοκρατημένος Σκωτσέζος ευγενής, ένας χαρωπός τύπος, μια στρίγγλα μάγισσα, ένας τεμπέλης λούστρος, και ένας κληρικός που χαριεντίζεται με μια πουτάνα. Στην κορυφή του τροχού της τύχης στέκεται μια κατσίκα, το σύμβολο της επιθυμίας, στο διπλανό σπίτι με τα κέρατα στην οροφή οι γυναίκες διαλέγουν άνδρες στη λοταρία, ενώ στο βάθος διακρίνεται ο σταυρός της εκκλησίας του Αγίου Παύλου.

Αριστερά, το κυβερνείο (που αναγνωρίζεται από το άγαλμα του Μαγώγ προστάτη του Σίτυ, του οικονομικού κέντρου του Λονδίνου) έχει καταληφθεί από τον διάβολο που στέκεται με ένα δρεπάνι κάτω από το ρολόι, σαν άρχοντας του χρόνου, κατακρεουργώντας την Τύχη (Fortune) και πετώντας τα κομμάτια της στις μάζες που καυγαδίζουν για να τα αρπάξουν. Ένας πορτοφολάς κλέβει ένα ''διδάσκαλο'' στο πλήθος. Στη γωνία, τρεις άλλοι ''διδάσκαλοι'' διαφορετικών δογμάτων παίζουν τον παπά, με συμπεριφορά αντίστοιχη αυτής των Ρωμαίων, που έπαιξαν στα ζάρια τον μανδύα του Ιησού. Στο προσκήνιο η ''Τιμιότητα'' θρυμματίζεται στον τροχό, ενώ παρευρίσκεται μόνο ένας απαθής κληρικός.

Κάτω από το μνημείο της ''Μεγάλης Φωτιάς του Λονδίνου'' που στη γκραβούρα το κοσμούν αλεπούδες, η ''Εντιμότητα'' μαστιγώνεται από τη ''Διαστροφή'' η οποία ετοιμάζει τη δολοφονία της, ενώ ταυτόχρονα της πέφτει η μάσκα. Βοηθός της είναι ένας πίθηκος που αφαιρεί το πουκάμισο από την ''σαν του Χριστού'' πλάτη της ''Εντιμότητας''. Στη σκιά μπροστά, το ''Εμπόριο'' μαραζώνει μόνο του πεσμένο στο έδαφος. (Το ΔΝΤ δεν έχει φανεί ακόμα, στρίβει στη γωνία του χρόνου).

Labels: , , , ,

Tuesday 14 June 2011

INSIDE THE BIENNALE DEVICE TO SUBVERT THE “ECONOMY OF THE CONTEMPORARY”

Tuesday 7 June 2011

The art of forgetting


Boris Artzybasheff: Buckminster Fuller, 1963

Η ανάγκη και το δικαίωμα να ξεχνάς στη ψηφιακή εποχή 1.


Οι νευροεπιστήμονες και οι ψυχολόγοι συζητούν συνεχώς για το τι σημαίνει να ΄΄ξεχνάς΄΄πληροφορίες αποθηκευμένες στον εγκέφαλο ως μακροπρόθεσμη μνήμη 2. Κάποιοι ισχυρίζονται πως τέτοιες πληροφορίες δεν μπορούν να σβηστούν, παρά μόνο μέσω φυσιολογικής καταστροφής των συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών. Λένε πως όταν ξεχνάμε, αυτό που χάνεται δεν είναι η ίδια η πληροφορία, αλλά ο σύνδεσμος που οδηγεί σ΄αυτή. Κάτι σαν μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο , που καμία άλλη δεν συνδέεται μαζί της, άρα αφού κανένας σύνδεσμος δεν αναφέρεται σ΄αυτή τη σελίδα, η πληροφορία δεν μπορεί να βρεθεί ακόμα και μετά από τεράστια έρευνα.


Ο Daniel Shacter 3, είναι σκεπτικός απέναντι σ΄αυτήν τη μηχανιστική περιγραφή του ανθρώπινου μυαλού σαν μιας γιγαντιαίας και ακριβούς μεν, αλλά παρόλαυτα ατελούς αρχειοθήκης. <<Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί λέει, να μην παγιδευτούμε σε μεταφορές του τύπου: πως οι υπολογιστές αποθηκεύουν και ανακτούν πληροφορίες και υπό το βάρος της σύγχρονης τεχνολογίας να εκλάβουμε τον ανθρώπινο εγκέφαλο σαν ένα ντετερμινιστικό βιολογικό κομπιούτερ.>> Αντιπροτείνει μια θεώρηση της μακροπρόθεσμης μνήμης, όχι σαν αμετάβλητα χαραγμένη '' πάνω σε πέτρα'' από την οποία μόνο ανακαλούμε, αλλά πως το μυαλό μας διαρκώς αναδιαμορφώνει τις μνήμες βασιζόμενο -τουλάχιστον εν μέρει- στις επιλογές και ανάγκες που έχουμε τη στιγμή που θυμόμαστε. Για τον Shacter η μνήμη είναι ζωντανή, εξελισσσόμενη κατασκευή.


Η A.J, είναι η περίπτωση μιας γυναίκας από την Καλλιφόρνια που ''πάσχει'' από θυμησία 4, δηλαδή μια σπάνια, εκπληκτική δυνατότητα ανάκλησης μνημών, που θα συμφωνούσε με τον Shacter. Μια τέτοια, σχεδόν τέλεια ικανότητα ανάκλησης της μακροπρόθεσμης μνήμης χωρίς πολύ προσπάθεια, μοιάζει αρχικά σαν ουράνιο δώρο. Κανένας λόγος να ανησυχεί κανείς πια ''για το που είναι τα κλειδιά'' ή ''που βρίσκεται παρκαρισμένο το αυτοκίνητο'' , ποια ή ποιος έχει γενέθλια και πως λένε κάποιο γνωστό σου πρόσωπο που συναντάς τυχαία. Αλλά η A.J έχει διαφορετική άποψη. Γι΄αυτήν <<το να θυμάται είναι ταυτόχρονα κάτι που την τρελλαίνει και την κάνει να νοιώθει μοναξιά.>> Η εξαιρετική μνήμη της δεν την καθιστά καθόλου πιο ευτυχή, ούτε πιο πετυχημένη στην επαγγελματική καρριέρα της. Έχει μια σχετικά νορμάλ ζωή, αλλά ξοδεύει ασυνήθιστα πολύ χρόνο βυθισμένη στο παρελθόν της αντί να ευχαριστιέται το παρόν.


Το να ξεχνάμε δεν είναι κάτι που βρίσκεται μόνο στο κέντρο της ανθρώπινης εμπειρίας, είναι επίσης σημαντικό και για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, για την ζωή την ίδια. Στην ουσία, η δυσκολία να θυμόμαστε μπορεί να είναι αποτέλεσμα του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής, ενός από τους πιο στοιχειώδεις κανόνες της φύσης. Σύμφωνα μ΄αυτόν το νόμο, στο σύμπαν -που είναι ένα θερμοδυναμικό σύστημα- η ακαταστασία, το χάος, τείνουν να αυξάνονται. Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι΄αυτό. Φυσικά, υπάρχει η δυνατότητα μείωσης μέρους της ακαταστασίας σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα, αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται έξτρα προσπάθεια -ενέργεια με όρους φυσικής- που οδηγεί τελικά σε μεγαλύτερο χάος- όχι μέσα στον ελεγχόμενο χώρο αλλά απέξω -από αυτό που είχαμε πρίν. Η παραγωγή μνήμης είναι ένα είδος δημιουργίας τάξης μέσα στο μυαλό, που απαιτεί ενέργεια. Η λήθη από την άλλη, που μπορεί να είναι μια τυχαία διαδικασία, δεν απαιτεί υψηλή κατανάλωση ενέργειας. Με άλλα λόγια η φυσική μας λέει πως το να θυμόμαστε, αντίθετα από το να ξεχνάμε τυχαία, είναι πάντα δαπανηρό.


Από τις πρώτες στιγμές εμφάνισης της ανθρωπότητας, προσπαθούμε να θυμόμαστε, να κρατάμε τις γνώσεις μας, να διατηρούμε τις αναμνήσεις μας και γι΄αυτό το λόγο επινοούμε συσκευές και μηχανισμούς προκειμένου να μας βοηθήσουν. Για χιλιετίες, το να ξεχνάμε παρέμενε πιο εύκολο και πιο φτηνό από το να θυμόμαστε. Πόσο πολύ θυμόμασταν και πόσο ξεχνάγαμε άλλαζε από εποχή σε εποχή, σε σχέση με τα εργαλεία που επινοούσαμε. Αλλά στοιχειωδώς τουλάχιστον, θυμόμασταν αυτό που τέλος πάντων θεωρούσαμε αρκετά σημαντικό για να κάνουμε τον κόπο και ξεχνάγαμε τα υπόλοιπα. Μέχρι πρόσφατα, το γεγονός πως το να θυμόμαστε ήταν πάντα λίγο πιο δύσκολο απ΄ότι να ξεχνάμε, μας βοήθησε να αποφύγουμε τη βασική ερώτηση: αν θα θέλαμε να θυμόμασταν τα πάντα για πάντα, εφόσον βέβαια θα μπορούσαμε. Αυτό δεν συμβαίνει πια.


Στη ψηφιακή εποχή που ζούμε, η παλιά ισορροπία μεταξύ του να θυμάσαι και να ξεχνάς έχει διαταραχτεί σημαντικά. Η ψηφιοποίηση, ο δυαδικός κώδικας, δηλαδή η θεωρητική υποστήριξη της ψηφιακής επανάστασης, έχει σαν αποτελέσματα φτηνή αποθήκευση πληροφοριών, εύκολη ανάκτηση τους και τελευταία σχεδόν παγκόσμια δυνατότητα πρόσβασης σ΄αυτές. Σήμερα, το να ξεχνάς είναι δύσκολο και κοστίζει ενώ το να θυμάσαι φτηνό και εύκολο. Με τα ψηφιακά εργαλεία που παρέχονται, είτε ατομικά είτε σαν κοινωνίες, έχουμε αρχίσει να ξεμαθαίνουμε να ξεχνάμε, να σβήνουμε από τις καθημερινές μας πρακτικές έναν από τους πιο στοιχειώδεις μηχανισμούς της ανθρωπότητας. Ας μην ξεχνάμε πως η πληροφορία δεν συνιστά γνώση, η πληροφορία είναι απλά πληροφορία, που μπορεί να οδηγήσει ενδεχομένως σε γνώση, μέσα όμως από πολύπλοκους μηχανισμούς που εμπεριέχουν και τη δυνατότητα της λήθης.


Όπως ειπώθηκε στην αρχή, ευτυχώς ή δυστυχώς η ανθρώπινη λειτουργία του να θυμάσαι, δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία ανάκτησης γεγονότων από το παρελθόν, αλλά μάλλον η συνεχής ανακατασκευή του παρελθόντος βασισμένη στο παρόν. Μάλιστα μοιάζει το παρόν να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη διαδικασία ανάμνησης, από το ίδιο το γεγονός που έχει όντως συμβεί στο παρελθόν. Έτσι έχουμε να κάνουμε με δύο ριζικά διαφορετικές διαδικασίες που σχετίζονται με τη μνήμη και τη λήθη. Ενώ σαν βιολογικά όντα συνεχίζουμε να ξεχνάμε και να ανακατασκευάζουμε τα στοιχεία του παρελθόντος μας, κάποιοι άλλοι μπορούν χρησιμοποιώντας ψηφιακά μέσα να έχουν πρόσβαση στα αποθηκευμένα, μη ανακατασκευασμένα γεγονότα. Δηλαδή ενώ το παρελθόν που θυμόμαστε εμείς αλλάζει και εξελίσσεται, σε μια άλλη εκδοχή αυτό το παρελθόν που έχει ''ψηφιοποιηθεί'' είναι διαρκώς παγωμένο μέσα στο χρόνο. Αυτές οι δύο εκδοχές προφανώς συγκρούονται, από τη μια η παγωμένη μνήμη που έχουν οι άλλοι για μας -κάτι σαν τα αποθηκευμένα data στους servers της Google και του facebook ή οι συνομιλίες που έχουμε κάνει στα chat του Skype, που πρόσφατα αγόρασε η Microsoft- και από την άλλη η διαρκώς εξελισσόμενη μνήμη που αναδύεται μέσα στα κεφάλια μας. Είναι νομίζω προφανές πως αν αυτές οι υποθέσεις ισχύουν, τι συνέπειες θα υπάρξουν στα κοινωνικά, πολιτικά κ.τ.λ επίπεδα που συγκροτούν τις ζωές μας.


Σε μια συνέντευξη του στους New York Times πριν λίγα χρόνια, ο Eric Schmidt (Google's executive) περιέγραψε τη ψηφιακή μνήμη του μέλλοντος <<σαν το να ζεις μαζί με την μόνιμη καταγραφή του ιστορικού σου>> και πρόσθεσε πως <<οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν πολύ πιο προσεκτικοί στο πως μιλάνε, πως συσχετίζονται και τι προβάλλουν στους άλλους από τον εαυτό τους.>> Ο υπαινιγμός είναι ξεκάθαρος: αν δεν θέλει κάποιος να εκτεθεί, δεν πρέπει να ασκεί κριτική. Αυτό φυσικά ενδυναμώνει τη διαφορά εξουσίας μεταξύ του επιτηρητή και του επιτηρώμενου, κάτι που θυμίζει το πανόπτικον του J. Bentham 5, δηλαδή το μοντέλο επιτήρησης των φυλακισμένων. Με άλλα λόγια εφόσον κανείς μας δεν ξέρει ποιος και πότε κοιτάζει τις όποιες δημοσιεύσεις μας στο web 2.0, για παράδειγμα, δεν μένει παρά να υποθέσουμε πως αυτό συμβαίνει από οποιονδήποτε και ανα πάσα στιγμή. Διακόσια χρόνια μετά τον Bentham, ο M. Foucault επέκτεινε την ιδέα του πανόπτικον ισχυριζόμενος πως δεν εφαρμόζεται πια μόνο στις φυλακές, αλλά σε όλες τις ιεραρχημένες δομές όπως στα σχολεία, στο στρατό, στους χώρους εργασίας. Αν ο Foucault ζούσε σήμερα, σίγουρα θα περιέγραφε την ψηφιακή μνήμη σαν ένα αποτελεσματικό τρόπο πανοπτικού ελέγχου, που υποστηρίζει τον έλεγχο των ιεραρχικών οργανισμών και τις κοινωνικές δομές, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει και βαθαίνει την ήδη υπάρχουσα άνιση διανομή της εξουσίας που βασίζεται στον έλεγχο της πληροφορίας.


Σε μία από τις ιστορίες του Μπόρχες ο ήρωας Ireneo Funes 6, δεν μπορεί πια λόγω ενός ατυχήματος να ξεχάσει και παραμένει δέσμιος των αναμνήσεων του, καταλήγοντας ανίκανος να σκεφτεί. ''Το να σκέφτεσαι'' λέει ο Μπόρχες ''σημαίνει να αγνοείς (να ξεχνάς) διαφορές, να γενικεύεις, να αφαιρείς''. Μετά το ατύχημα του ο Funes είναι καταδικασμένος να βλέπει μόνο τα δέντρα και ποτέ το δάσος. Το αντίστροφο από αυτό που συμβαίνει στην ''Αναζήτηση του χαμένου χρόνου'' του Μαρσέλ Προύστ, όπου η ανθρώπινη ικανότητα ''του να ξεχνάς'' είναι η πεμπτουσία που μας επιτρέπει να υπερβούμε το μερικό και να αντιληφθούμε το γενικό.

Η ανάγκη να επαναεισάγουμε την ιδέα της λήθης στη ψηφιακή εποχή, η επινόηση ενός είδους ''art of forgetting'', είναι ένα ακόμα επιτακτικό αίτημα που αντιμετωπίζουμε. Οι πληροφορίες, και όχι μόνο αυτές που αφορούν στα άμεσα προσωπικά δεδομένα, αλλά όλες οι πληροφορίες που προκύπτουν από τις ψηφιακές μας διαδρομές στα δίκτυα, πρέπει να αποκτήσουν ημερομηνία λήξης. Αλλιώς, σύντομα δεν θα μιλάμε μόνο για ένα χωρικό πανόπτικον αλλά και για χρονικό, ένα πλέγμα φτιαγμένο από όλες τις λέξεις και τις πράξεις μας, που θα συνθλίβει κάθε θέληση μας να πούμε αυτό που εννοούμε, αποτρέποντας μας από κάθε ουσιαστική εμπλοκή στην κοινωνία.



1. Το παρακάτω άρθρο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο Delete, του Viktor Mayer - Schönberger, καθηγητή στο τμήμα Internet Governance and Regulation, στο Oxford Internet Institute.

2. Η ικανότητα ενός ατόμου να συγκρατεί πληροφορίες για ένα χρονικό διάστημα, που κυμαίνεται από λεπτά ή ώρες, μέχρι μήνες ή χρόνια.

3. Daniel Schacter, αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ http://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_Schacter

4. http://en.wikipedia.org/wiki/Hyperthymesia

5. Jeremy Bentham, άγγλος νομικός και φιλόσοφος του 18ου αιώνα, http://en.wikipedia.org/wiki/Jeremy_Bentham

6. ''Funes el memorioso'' , διήγημα του Jorge Luis Borges. http://en.wikipedia.org/wiki/Funes_the_Memorious



Labels: , , ,